κοινοδρομώ: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κοινοδρομῶ, -έω (Α)<br />[[τρέχω]] από κοινού με άλλον, [[μετέχω]] σε κοινό δρόμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δρομῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>δρομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δολιχο</i>-[[δρομώ]], <i>ισο</i>-[[δρομώ]]].
|mltxt=κοινοδρομῶ, -έω (Α)<br />[[τρέχω]] από κοινού με άλλον, [[μετέχω]] σε κοινό δρόμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δρομῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>δρομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), [[πρβλ]]. <i>δολιχο</i>-[[δρομώ]], <i>ισο</i>-[[δρομώ]]].
}}
}}

Revision as of 13:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

κοινοδρομῶ, -έω (Α)
τρέχω από κοινού με άλλον, μετέχω σε κοινό δρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -δρομῶ (< -δρομος < δρόμος), πρβλ. δολιχο-δρομώ, ισο-δρομώ].