κοντυλομάχαιρο: Difference between revisions

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κονδυλομάχαιρο]], το (Μ [[κονδυλομάχαιρο]][ν]<br />[[μαχαιράκι]] για το [[ξύσιμο]] κοντυλιού ή μολυβιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοντύλι]] <span style="color: red;">+</span> [[μαχαίρι]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>τραπεζο</i>-<i>μάχαιρο</i>, <i>χασαπο</i>-<i>μάχαιρο</i>)].
|mltxt=και [[κονδυλομάχαιρο]], το (Μ [[κονδυλομάχαιρο]][ν]<br />[[μαχαιράκι]] για το [[ξύσιμο]] κοντυλιού ή μολυβιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοντύλι]] <span style="color: red;">+</span> [[μαχαίρι]] ([[πρβλ]]. <i>τραπεζο</i>-<i>μάχαιρο</i>, <i>χασαπο</i>-<i>μάχαιρο</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

και κονδυλομάχαιρο, το (Μ κονδυλομάχαιρο[ν]
μαχαιράκι για το ξύσιμο κοντυλιού ή μολυβιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντύλι + μαχαίρι (πρβλ. τραπεζο-μάχαιρο, χασαπο-μάχαιρο)].