κοπροδόχος: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[κοπροδόχος]], ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />προορισμένος να δέχεται [[κόπρανα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κοπροδόχος]]<br />[[κοπροδοχείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>δόχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καπνο</i>-<i>δόχος</i>, <i>ξενο</i>-<i>δόχος</i>].
|mltxt=-ο (Α [[κοπροδόχος]], ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />προορισμένος να δέχεται [[κόπρανα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κοπροδόχος]]<br />[[κοπροδοχείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>δόχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. <i>καπνο</i>-<i>δόχος</i>, <i>ξενο</i>-<i>δόχος</i>].
}}
}}

Revision as of 13:45, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπροδόχος Medium diacritics: κοπροδόχος Low diacritics: κοπροδόχος Capitals: ΚΟΠΡΟΔΟΧΟΣ
Transliteration A: koprodóchos Transliteration B: koprodochos Transliteration C: koprodochos Beta Code: koprodo/xos

English (LSJ)

ὁ, cesspool, Gloss.

Greek Monolingual

-ο (Α κοπροδόχος, ον)
νεοελλ.
προορισμένος να δέχεται κόπρανα
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.κοπροδόχος
κοπροδοχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνο-δόχος, ξενο-δόχος].