κοπροδόχος

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπροδόχος Medium diacritics: κοπροδόχος Low diacritics: κοπροδόχος Capitals: ΚΟΠΡΟΔΟΧΟΣ
Transliteration A: koprodóchos Transliteration B: koprodochos Transliteration C: koprodochos Beta Code: koprodo/xos

English (LSJ)

ὁ, cesspool, Gloss.

Greek Monolingual

-ο (Α κοπροδόχος, ον)
νεοελλ.
προορισμένος να δέχεται κόπρανα
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.κοπροδόχος
κοπροδοχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνοδόχος, ξενοδόχος].

German (Pape)

ἡ, = κοπροδοχεῖον, Phot.