κορούνδιο: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(21) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br /><b>(ορυκτ.)</b> [[ορυκτό]] οξείδιο του αργιλίου που αποτελεί συστατικό πολλών πετρωμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, | |mltxt=το<br /><b>(ορυκτ.)</b> [[ορυκτό]] οξείδιο του αργιλίου που αποτελεί συστατικό πολλών πετρωμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>corundum</i> <span style="color: red;"><</span> <i>koruntam</i>, λ. της μη ΙΕ γλώσσας [[Τάμιλ]] της Ινδίας. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>]. | ||
}} | }} |