κορούνδιο

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source

Greek Monolingual

το
(ορυκτ.) ορυκτό οξείδιο του αργιλίου που αποτελεί συστατικό πολλών πετρωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. corundum < koruntam, λ. της μη ΙΕ γλώσσας Τάμιλ της Ινδίας. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς].