κοτυλιαῖος: Difference between revisions
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α [[κοτυλιαίος]], -αία, -ον και κοτυλιεῑος, -εία, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κοτύλη]] του ιερού οστού ([[κοτυλιαίος]] [[δακτύλιος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περιέχει μια [[κοτύλη]], [[ίσος]] με μια [[κοτύλη]] («τὸ δὲ περιαγόμενον [[ποτήριον]] οὐ μεῑζον ἦν κοτυλιαίου», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοτύλη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιαῖος</i> / -<i>ιεῖος</i> ( | |mltxt=-α, -ο (Α [[κοτυλιαίος]], -αία, -ον και κοτυλιεῑος, -εία, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κοτύλη]] του ιερού οστού ([[κοτυλιαίος]] [[δακτύλιος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περιέχει μια [[κοτύλη]], [[ίσος]] με μια [[κοτύλη]] («τὸ δὲ περιαγόμενον [[ποτήριον]] οὐ μεῑζον ἦν κοτυλιαίου», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοτύλη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιαῖος</i> / -<i>ιεῖος</i> ([[πρβλ]]. <i>νωτ</i>-<i>ιαίος</i> / <i>μηνι</i>-<i>είος</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κοτῠλιαῖος:''' емкостью в одну котилу ([[ποτήριον]] Diog. L.). | |elrutext='''κοτῠλιαῖος:''' емкостью в одну котилу ([[ποτήριον]] Diog. L.). | ||
}} | }} |
Revision as of 13:50, 23 August 2021
English (LSJ)
α, ον, A holding a κοτύλη, Antig.Car. ap.Ath.10.420a, D.L.2.139; λήκυθοι Hippoloch. ap. Ath.3.129b:— also written κοτυλ-ιεῖος, PCair.Zen.89.4 (iii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
κοτῠλιαῖος: -ον, χωρῶν ἢ περιλαμβάνων μίαν κοτύλην, Ἀντίγ. Καρ. παρ’ Ἀθην. 420Α, Διογ. Λ. 2. 139, κτλ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de la contenance d’un cotyle.
Étymologie: κοτύλη.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α κοτυλιαίος, -αία, -ον και κοτυλιεῑος, -εία, -ον)
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοτύλη του ιερού οστού (κοτυλιαίος δακτύλιος»)
αρχ.
αυτός που περιέχει μια κοτύλη, ίσος με μια κοτύλη («τὸ δὲ περιαγόμενον ποτήριον οὐ μεῑζον ἦν κοτυλιαίου», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + επίθημα -ιαῖος / -ιεῖος (πρβλ. νωτ-ιαίος / μηνι-είος)].
Russian (Dvoretsky)
κοτῠλιαῖος: емкостью в одну котилу (ποτήριον Diog. L.).