κοραλλιόχρους: Difference between revisions

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κοραλλιού, [[κόκκινος]] σαν [[κοράλλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοράλλιον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κεραμό</i>-<i>χρους</i>, <i>υαλό</i>-<i>χρους</i>].
|mltxt=-ουν<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κοραλλιού, [[κόκκινος]] σαν [[κοράλλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοράλλιον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]]), [[πρβλ]]. <i>κεραμό</i>-<i>χρους</i>, <i>υαλό</i>-<i>χρους</i>].
}}
}}

Revision as of 13:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ουν
αυτός που έχει το χρώμα του κοραλλιού, κόκκινος σαν κοράλλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοράλλιον + -χρους (< χρώς), πρβλ. κεραμό-χρους, υαλό-χρους].