κοραλλιόχρους

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source

Greek Monolingual

-ουν
αυτός που έχει το χρώμα του κοραλλιού, κόκκινος σαν κοράλλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοράλλιον + -χρους (< χρώς), πρβλ. κεραμόχρους, υαλόχρους].