κρανιακός: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[κρανιακός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[κρανίο]], ο [[σχετικός]] με το [[κρανίο]] («κρανιακά οστά»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρανίο]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ακός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βραγχι</i>-<i>ακός</i>, <i>ηλι</i>-<i>ακός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[κρανιακός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[κρανίο]], ο [[σχετικός]] με το [[κρανίο]] («κρανιακά οστά»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρανίο]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ακός</i> ([[πρβλ]]. <i>βραγχι</i>-<i>ακός</i>, <i>ηλι</i>-<i>ακός</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:53, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ κρανιακός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κρανίο, ο σχετικός με το κρανίο («κρανιακά οστά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανίο + κατάλ. -ακός (πρβλ. βραγχι-ακός, ηλι-ακός)].