Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κρανιακός

From LSJ
Menander, Sententiae, 456

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ κρανιακός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κρανίο, ο σχετικός με το κρανίο («κρανιακά οστά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανίο + κατάλ. -ακός (πρβλ. βραγχιακός, ηλιακός)].