κραταιβάτης: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κραταιβάτης]], -ου, δωρ. τ. κραταιβάτας, ὁ (Α)<br /><b>επιγρ.</b> (ως επίθ. του [[Διός]]) αυτός που προχωρεί με ισχυρά βήματα, που βαδίζει [[δυνατά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κραται</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]) <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ορει</i>-[[βάτης]], <i>σχοινο</i>-[[βάτης]].
|mltxt=[[κραταιβάτης]], -ου, δωρ. τ. κραταιβάτας, ὁ (Α)<br /><b>επιγρ.</b> (ως επίθ. του [[Διός]]) αυτός που προχωρεί με ισχυρά βήματα, που βαδίζει [[δυνατά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κραται</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]) <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), [[πρβλ]]. <i>ορει</i>-[[βάτης]], <i>σχοινο</i>-[[βάτης]].
}}
}}

Revision as of 13:55, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰταιβάτης Medium diacritics: κραταιβάτης Low diacritics: κραταιβάτης Capitals: ΚΡΑΤΑΙΒΑΤΗΣ
Transliteration A: krataibátēs Transliteration B: krataibatēs Transliteration C: krataivatis Beta Code: krataiba/ths

English (LSJ)

[βᾰ], ου, Dor. -τᾱς, α, ὁ, A striding in might, epithet of Zeus, IG4.669 (Nauplia).

Greek Monolingual

κραταιβάτης, -ου, δωρ. τ. κραταιβάτας, ὁ (Α)
επιγρ. (ως επίθ. του Διός) αυτός που προχωρεί με ισχυρά βήματα, που βαδίζει δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ορει-βάτης, σχοινο-βάτης.