κρυσταλλόσαρκος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
(22)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρυσταλλόσαρκος]], -η, -ον (Μ)<br />αυτός που η [[σάρκα]] του [[είναι]] διάφανη και λαμπερή σαν το [[κρύσταλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρύσταλλον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σαρκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], -<i>κός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λιπό</i>-<i>σαρκος</i>, <i>παχύ</i>-<i>σαρκος</i>].
|mltxt=[[κρυσταλλόσαρκος]], -η, -ον (Μ)<br />αυτός που η [[σάρκα]] του [[είναι]] διάφανη και λαμπερή σαν το [[κρύσταλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρύσταλλον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σαρκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], -<i>κός</i>), [[πρβλ]]. <i>λιπό</i>-<i>σαρκος</i>, <i>παχύ</i>-<i>σαρκος</i>].
}}
}}

Revision as of 14:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

κρυσταλλόσαρκος, -η, -ον (Μ)
αυτός που η σάρκα του είναι διάφανη και λαμπερή σαν το κρύσταλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλον + -σαρκος (< σάρξ, -κός), πρβλ. λιπό-σαρκος, παχύ-σαρκος].