κυλινδρισμός: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
(22) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br /><b>(αυτοκ.)</b><br /><b>1.</b> ο όγκος που διαγράφεται [[κατά]] τη [[διαδρομή]] του εμβόλου μιας μηχανής εσωτερικής καύσης [[μέσα]] στον κύλινδρο, σε κυβικά εκατοστόμετρα<br /><b>2.</b> το [[άθροισμα]] τών κυλινδρισμών όλων τών κυλίνδρων ενός κινητήρα, αλλ., εσφ., [[κυβισμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., | |mltxt=ο<br /><b>(αυτοκ.)</b><br /><b>1.</b> ο όγκος που διαγράφεται [[κατά]] τη [[διαδρομή]] του εμβόλου μιας μηχανής εσωτερικής καύσης [[μέσα]] στον κύλινδρο, σε κυβικά εκατοστόμετρα<br /><b>2.</b> το [[άθροισμα]] τών κυλινδρισμών όλων τών κυλίνδρων ενός κινητήρα, αλλ., εσφ., [[κυβισμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. γαλλ. <i>cylindree</i> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>cylindre</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cylindrus</i> <span style="color: red;"><</span> [[κύλινδρος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:10, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο
(αυτοκ.)
1. ο όγκος που διαγράφεται κατά τη διαδρομή του εμβόλου μιας μηχανής εσωτερικής καύσης μέσα στον κύλινδρο, σε κυβικά εκατοστόμετρα
2. το άθροισμα τών κυλινδρισμών όλων τών κυλίνδρων ενός κινητήρα, αλλ., εσφ., κυβισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cylindree < γαλλ. cylindre < λατ. cylindrus < κύλινδρος.