κόλα: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η και κολά, το<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] [[μαλβώδη]], [[οικογένεια]] στερκουλίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. ξεν. προελεύσεως, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>cola</i> ή <i>kola</i> (αφρικ. προελεύσεως). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>].
|mltxt=η και κολά, το<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] [[μαλβώδη]], [[οικογένεια]] στερκουλίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. ξεν. προελεύσεως, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>cola</i> ή <i>kola</i> (αφρικ. προελεύσεως). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:15, 23 August 2021

Greek Monolingual

η και κολά, το
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη μαλβώδη, οικογένεια στερκουλίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. γαλλ. cola ή kola (αφρικ. προελεύσεως). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς].