κόλα

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source

Greek Monolingual

η και κολά, το
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη μαλβώδη, οικογένεια στερκουλίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. γαλλ. cola ή kola (αφρικ. προελεύσεως). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς].