λαμπροφανής: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λαμπροφανής]], -ές (Α)<br />αυτός που εμφανίζεται με [[λαμπρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαμπρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαν</i>- του [[φαίνω]], | |mltxt=[[λαμπροφανής]], -ές (Α)<br />αυτός που εμφανίζεται με [[λαμπρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαμπρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαν</i>- του [[φαίνω]], [[πρβλ]]. <i>ἐ</i>-<i>φάν</i>-<i>ην</i>), [[πρβλ]]. <i>αληθο</i>-<i>φανής</i>, <i>ευλογο</i>-<i>φανής</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:15, 23 August 2021
English (LSJ)
ές,
A appearing brilliant, Paul.Al.N.2, Lyd. Mag.2.16.
Greek (Liddell-Scott)
λαμπροφᾰνής: -ές, φαινόμενος λαμπρός, Ἰω. Λυδ. 181. 21.
Greek Monolingual
λαμπροφανής, -ές (Α)
αυτός που εμφανίζεται με λαμπρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + -φανής (< θ. φαν- του φαίνω, πρβλ. ἐ-φάν-ην), πρβλ. αληθο-φανής, ευλογο-φανής].