ληνοβάτης: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
m (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ου, ὁ</b>" to "ᾰ], ου, ὁ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ληνοβάτης]], ὁ (ΑM)<br />αυτός που [[πατά]] τα σταφύλια στο [[πατητήρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ληνός]] «[[πατητήρι]]» <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δια</i>-[[βάτης]], <i>παρα</i>-[[βάτης]].
|mltxt=[[ληνοβάτης]], ὁ (ΑM)<br />αυτός που [[πατά]] τα σταφύλια στο [[πατητήρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ληνός]] «[[πατητήρι]]» <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), [[πρβλ]]. <i>δια</i>-[[βάτης]], <i>παρα</i>-[[βάτης]].
}}
}}

Revision as of 14:25, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληνοβάτης Medium diacritics: ληνοβάτης Low diacritics: ληνοβάτης Capitals: ΛΗΝΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: lēnobátēs Transliteration B: lēnobatēs Transliteration C: linovatis Beta Code: lhnoba/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, A one who treads the wine-vat, Him.Or.6.3, 21.6, Sammelb.5810.12 (iv A.D.), Gloss.

German (Pape)

[Seite 40] ὁ, der Kelterer, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ληνοβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ πατῶν τὰς σταφυλὰς ἐν τῷ ληνῷ, Ἱμερ. Λόγ. 6. 3· - ἐντεῦθεν ληνοβᾰτέω, πατῶ σταφυλὰς ἐν τῷ ληνῷ, Εὐστ. Πονημ. 150. 53. - Παθ., ληνοβατηθεισῶν τῶν ῥαγῶν αὐτόθι 355. 30.

Greek Monolingual

ληνοβάτης, ὁ (ΑM)
αυτός που πατά τα σταφύλια στο πατητήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληνός «πατητήρι» + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. δια-βάτης, παρα-βάτης.