ληνοβάτης: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
m (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ου, ὁ</b>" to "ᾰ], ου, ὁ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ληνοβάτης]], ὁ (ΑM)<br />αυτός που [[πατά]] τα σταφύλια στο [[πατητήρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ληνός]] «[[πατητήρι]]» <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), | |mltxt=[[ληνοβάτης]], ὁ (ΑM)<br />αυτός που [[πατά]] τα σταφύλια στο [[πατητήρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ληνός]] «[[πατητήρι]]» <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), [[πρβλ]]. <i>δια</i>-[[βάτης]], <i>παρα</i>-[[βάτης]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 23 August 2021
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, A one who treads the wine-vat, Him.Or.6.3, 21.6, Sammelb.5810.12 (iv A.D.), Gloss.
German (Pape)
[Seite 40] ὁ, der Kelterer, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ληνοβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ πατῶν τὰς σταφυλὰς ἐν τῷ ληνῷ, Ἱμερ. Λόγ. 6. 3· - ἐντεῦθεν ληνοβᾰτέω, πατῶ σταφυλὰς ἐν τῷ ληνῷ, Εὐστ. Πονημ. 150. 53. - Παθ., ληνοβατηθεισῶν τῶν ῥαγῶν αὐτόθι 355. 30.
Greek Monolingual
ληνοβάτης, ὁ (ΑM)
αυτός που πατά τα σταφύλια στο πατητήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληνός «πατητήρι» + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. δια-βάτης, παρα-βάτης.