ληξιπρόθεσμος: Difference between revisions

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
(23)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός του οποίου έληξε η [[προθεσμία]] («ληξιπρόθεσμο [[γραμμάτιο]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ληξι</i>- (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ληξ</i>- του [[λήγω]], <b>[[πρβλ]].</b> [[λήξη]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>πρόθεσμος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εκ</i>-<i>πρόθεσμος</i>, <i>μακρο</i>-<i>πρόθεσμος</i>). Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Λεξικόν ελληνογαλλικόν</i> του Άγγ. Βλάχου].
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός του οποίου έληξε η [[προθεσμία]] («ληξιπρόθεσμο [[γραμμάτιο]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ληξι</i>- (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ληξ</i>- του [[λήγω]], [[πρβλ]]. [[λήξη]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>πρόθεσμος</i> ([[πρβλ]]. <i>εκ</i>-<i>πρόθεσμος</i>, <i>μακρο</i>-<i>πρόθεσμος</i>). Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Λεξικόν ελληνογαλλικόν</i> του Άγγ. Βλάχου].
}}
}}

Revision as of 14:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός του οποίου έληξε η προθεσμία («ληξιπρόθεσμο γραμμάτιο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληξι- (< θ. ληξ- του λήγω, πρβλ. λήξη) + -πρόθεσμος (πρβλ. εκ-πρόθεσμος, μακρο-πρόθεσμος). Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].