λογοκλοπία: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[λογοκλοπή]], η (Α [[λογοκλοπία]])<br />η [[κλοπή]], η [[ιδιοποίηση]] ξένων λόγων ή σκέψεων ή ξένης διδασκαλίας, γενικώς ξένης πνευματικής εργασίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λογο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κλοπία]] (<span style="color: red;"><</span> -<i>κλόπος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]), | |mltxt=και [[λογοκλοπή]], η (Α [[λογοκλοπία]])<br />η [[κλοπή]], η [[ιδιοποίηση]] ξένων λόγων ή σκέψεων ή ξένης διδασκαλίας, γενικώς ξένης πνευματικής εργασίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λογο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κλοπία]] (<span style="color: red;"><</span> -<i>κλόπος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]), [[πρβλ]]. <i>πυρο</i>-[[κλοπία]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 23 August 2021
English (LSJ)
ἡ, A stealing of another's words or thoughts, plagiarism, attributed to Empedocles by Timae.81.
Greek (Liddell-Scott)
λογοκλοπία: ἡ, (κλέπτω) τὸ κλέπτειν τοὺς λόγους ἢ τὰς σκέψεις ἄλλου, ἀποδιδόμενον τῷ Ἐμπεδοκλεῖ ὑπὸ τοῦ Τιμαί. 81.
Greek Monolingual
και λογοκλοπή, η (Α λογοκλοπία)
η κλοπή, η ιδιοποίηση ξένων λόγων ή σκέψεων ή ξένης διδασκαλίας, γενικώς ξένης πνευματικής εργασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + -κλοπία (< -κλόπος < κλέπτω), πρβλ. πυρο-κλοπία].