μακροπτόλεμος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μακροπτόλεμος]], -ον (Α)<br />([[κατά]] [[μεταφορά]] του ον. [[Τηλέμαχος]]) αυτός που πολεμά από [[μακριά]], [[Τηλέμαχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πτόλεμος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λιπο</i>-[[πτόλεμος]], <i>φυγο</i>-[[πτόλεμος]])].
|mltxt=[[μακροπτόλεμος]], -ον (Α)<br />([[κατά]] [[μεταφορά]] του ον. [[Τηλέμαχος]]) αυτός που πολεμά από [[μακριά]], [[Τηλέμαχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πτόλεμος]] ([[πρβλ]]. <i>λιπο</i>-[[πτόλεμος]], <i>φυγο</i>-[[πτόλεμος]])].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μακροπτόλεμος:''' долго воюющий Anth.
|elrutext='''μακροπτόλεμος:''' долго воюющий Anth.
}}
}}

Revision as of 14:40, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροπτόλεμος Medium diacritics: μακροπτόλεμος Low diacritics: μακροπτόλεμος Capitals: ΜΑΚΡΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Transliteration A: makroptólemos Transliteration B: makroptolemos Transliteration C: makroptolemos Beta Code: makropto/lemos

English (LSJ)

ὁ, A = Τηλέμαχος, Theoc.Syrinx 1.

Greek (Liddell-Scott)

μακροπτόλεμος: ὁ, ἡ, ὁ ἀείποτε πολεμῶν, Θεοκρ. Σῦριγξ ἐν Α. Π. 15, 21.

Greek Monolingual

μακροπτόλεμος, -ον (Α)
(κατά μεταφορά του ον. Τηλέμαχος) αυτός που πολεμά από μακριά, Τηλέμαχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + πτόλεμος (πρβλ. λιπο-πτόλεμος, φυγο-πτόλεμος)].

Russian (Dvoretsky)

μακροπτόλεμος: долго воюющий Anth.