ματαιόσχολος: Difference between revisions

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
(24)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ματαιόσχολος]], -ον)<br />αυτός που ασχολείται με [[μάταια]] και ανώφελα πράγματα, ο [[ματαιόσπουδος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ματαιόσχολα</i> (Μ ματαιόσχολα)<br />με τρόπο ματαιόσχολο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάταιος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σχολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχολή]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[αργό]]-<i>σχολος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ματαιόσχολος]], -ον)<br />αυτός που ασχολείται με [[μάταια]] και ανώφελα πράγματα, ο [[ματαιόσπουδος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ματαιόσχολα</i> (Μ ματαιόσχολα)<br />με τρόπο ματαιόσχολο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάταιος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σχολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχολή]]), [[πρβλ]]. [[αργό]]-<i>σχολος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:45, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

ματαιόσχολος: -ον, ὁ εἰς μάταια ἀσχολούμενος, Φωτ. Βιβλ. σ. 237 (142, 20).

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ματαιόσχολος, -ον)
αυτός που ασχολείται με μάταια και ανώφελα πράγματα, ο ματαιόσπουδος.
επίρρ...
ματαιόσχολα (Μ ματαιόσχολα)
με τρόπο ματαιόσχολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + -σχολος (< σχολή), πρβλ. αργό-σχολος].