μεσήμερον: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
(24)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=μεσήμερον
|Medium diacritics=μεσήμερον
|Low diacritics=μεσήμερον
|Capitals=ΜΕΣΗΜΕΡΟΝ
|Transliteration A=mesḗmeron
|Transliteration B=mesēmeron
|Transliteration C=mesimeron
|Beta Code=mesh/meron
|Definition=τό, ''Adv. acc.'', [[at midday]] ''Gloss.''
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεσήμερον]], τὸ (Α)<br />η [[μεσημβρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. <i>μεσήμερος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[τριήμερος]]: <i>τριήμερον</i>)].
|mltxt=[[μεσήμερον]], τὸ (Α)<br />η [[μεσημβρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. <i>μεσήμερος</i> ([[πρβλ]]. [[τριήμερος]]: <i>τριήμερον</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 15:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσήμερον Medium diacritics: μεσήμερον Low diacritics: μεσήμερον Capitals: ΜΕΣΗΜΕΡΟΝ
Transliteration A: mesḗmeron Transliteration B: mesēmeron Transliteration C: mesimeron Beta Code: mesh/meron

English (LSJ)

τό, Adv. acc., at midday Gloss.

Greek Monolingual

μεσήμερον, τὸ (Α)
η μεσημβρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. μεσήμερος (πρβλ. τριήμερος: τριήμερον)].