μετρονόμος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
(25)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μετρονόμος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μουσ.</b> όργανο για τη [[μέτρηση]] ισόχρονων διαστημάτων ή τών διαφόρων ταχυτήτων ρυθμικής αγωγής<br /><b>2.</b> [[μετρολόγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(στην Αθήνα) [[δημόσιος]] [[λειτουργός]] ο [[οποίος]] ήταν [[εντεταλμένος]] για την [[επιτήρηση]] και τον έλεγχο της ακριβείας τών μέτρων και τών [[σταθμών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]] <span style="color: red;">+</span> -[[νόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[νόμος]]). Η λ. με τη νεοελλ. σημ. [[είναι]] αντιδάνεια (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>metronome</i>). Και με την τελευταία αυτή σημ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ι. Κ. Βλάχο].
|mltxt=ο (Α [[μετρονόμος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μουσ.</b> όργανο για τη [[μέτρηση]] ισόχρονων διαστημάτων ή τών διαφόρων ταχυτήτων ρυθμικής αγωγής<br /><b>2.</b> [[μετρολόγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(στην Αθήνα) [[δημόσιος]] [[λειτουργός]] ο [[οποίος]] ήταν [[εντεταλμένος]] για την [[επιτήρηση]] και τον έλεγχο της ακριβείας τών μέτρων και τών [[σταθμών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]] <span style="color: red;">+</span> -[[νόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[νόμος]]). Η λ. με τη νεοελλ. σημ. [[είναι]] αντιδάνεια ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>metronome</i>). Και με την τελευταία αυτή σημ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ι. Κ. Βλάχο].
}}
}}

Latest revision as of 15:11, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο (Α μετρονόμος)
νεοελλ.
1. μουσ. όργανο για τη μέτρηση ισόχρονων διαστημάτων ή τών διαφόρων ταχυτήτων ρυθμικής αγωγής
2. μετρολόγος
αρχ.
(στην Αθήνα) δημόσιος λειτουργός ο οποίος ήταν εντεταλμένος για την επιτήρηση και τον έλεγχο της ακριβείας τών μέτρων και τών σταθμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρον + -νόμος (< νόμος). Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια (πρβλ. αγγλ. metronome). Και με την τελευταία αυτή σημ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ι. Κ. Βλάχο].