μετακιόνιο: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(24)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[μετακιόνιον]])<br />το [[κενό]] [[διάστημα]] [[μεταξύ]] δύο κιόνων, το [[μεσόστυλο]], το [[μεσοστύλιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κιόνιον]] (<span style="color: red;"><</span> [[κίων]], <i>κίονος</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ακρο</i>-[[κιόνιον]].
|mltxt=το (Α [[μετακιόνιον]])<br />το [[κενό]] [[διάστημα]] [[μεταξύ]] δύο κιόνων, το [[μεσόστυλο]], το [[μεσοστύλιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κιόνιον]] (<span style="color: red;"><</span> [[κίων]], <i>κίονος</i>), [[πρβλ]]. <i>ακρο</i>-[[κιόνιον]].
}}
}}

Revision as of 15:15, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (Α μετακιόνιον)
το κενό διάστημα μεταξύ δύο κιόνων, το μεσόστυλο, το μεσοστύλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κιόνιον (< κίων, κίονος), πρβλ. ακρο-κιόνιον.