μητρότεκνος: Difference between revisions
From LSJ
Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die
(6_10) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μητρότεκνος''': ἡ, ἡ [[μήτηρ]] ἅμα καὶ [[τέκνον]] οὖσα, Θεόδ. Στουδ. σ. 80, ἔκδ. Mi. | |lstext='''μητρότεκνος''': ἡ, ἡ [[μήτηρ]] ἅμα καὶ [[τέκνον]] οὖσα, Θεόδ. Στουδ. σ. 80, ἔκδ. Mi. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μητρότεκνος]], ἡ (Α)<br />[[μητέρα]] και [[τέκνο]] ταυτοχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τεκνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέκνον]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), [[πρβλ]]. <i>καλλί</i>-<i>τεκνος</i>, [[μισότεκνος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 15:15, 23 August 2021
Greek (Liddell-Scott)
μητρότεκνος: ἡ, ἡ μήτηρ ἅμα καὶ τέκνον οὖσα, Θεόδ. Στουδ. σ. 80, ἔκδ. Mi.
Greek Monolingual
μητρότεκνος, ἡ (Α)
μητέρα και τέκνο ταυτοχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -τεκνος (< τέκνον < τίκτω), πρβλ. καλλί-τεκνος, μισότεκνος.