μητρότεκνος

From LSJ

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source

Greek (Liddell-Scott)

μητρότεκνος: ἡ, ἡ μήτηρ ἅμα καὶ τέκνον οὖσα, Θεόδ. Στουδ. σ. 80, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

μητρότεκνος, ἡ (Α)
μητέρα και τέκνο ταυτοχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -τεκνος (< τέκνον < τίκτω), πρβλ. καλλί-τεκνος, μισότεκνος.