μητρότεκνος

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453

Greek (Liddell-Scott)

μητρότεκνος: ἡ, ἡ μήτηρ ἅμα καὶ τέκνον οὖσα, Θεόδ. Στουδ. σ. 80, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

μητρότεκνος, ἡ (Α)
μητέρα και τέκνο ταυτοχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -τεκνος (< τέκνον < τίκτω), πρβλ. καλλί-τεκνος, μισότεκνος.