μετριόφρων: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
(6_19)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετριόφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μετριοφροσύνην, Γρηγ. Νύσσ. 1, 250D, Κ. Μανασσ. Χρον. 6100. - Ἐπίρρ. μετριοφρόνως, Θεοφύλ. Βουλγ. τ. 1, σ. 436.
|lstext='''μετριόφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μετριοφροσύνην, Γρηγ. Νύσσ. 1, 250D, Κ. Μανασσ. Χρον. 6100. - Ἐπίρρ. μετριοφρόνως, Θεοφύλ. Βουλγ. τ. 1, σ. 436.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, αρσ. και μετριόφρονας (ΑΜ [[μετριόφρων]], -ον)<br />αυτός που δεν του αρέσει να επιδεικνύει την [[αξία]] του, που έχει [[απλούς]] τρόπους, [[σεμνός]], [[απλός]], [[ταπεινόφρων]], [[μετριοπαθής]]. Επίρρ. [[μετριοφρόνως]] (Μ [[μετριοφρόνως]])<br />με μετριόφρονα τρόπο, με [[μετριοφροσύνη]], μετριοπαθώς, ταπεινοφρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτριος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (εκτεταμένη-ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θ. <i>φρεν</i>- της λ. [[φρήν]], <i>φρενός</i>), [[πρβλ]]. [[μεγαλό]]-<i>φρων</i>].
}}
}}

Latest revision as of 15:16, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

μετριόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μετριοφροσύνην, Γρηγ. Νύσσ. 1, 250D, Κ. Μανασσ. Χρον. 6100. - Ἐπίρρ. μετριοφρόνως, Θεοφύλ. Βουλγ. τ. 1, σ. 436.

Greek Monolingual

-ον, αρσ. και μετριόφρονας (ΑΜ μετριόφρων, -ον)
αυτός που δεν του αρέσει να επιδεικνύει την αξία του, που έχει απλούς τρόπους, σεμνός, απλός, ταπεινόφρων, μετριοπαθής. Επίρρ. μετριοφρόνωςμετριοφρόνως)
με μετριόφρονα τρόπο, με μετριοφροσύνη, μετριοπαθώς, ταπεινοφρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος + -φρων (εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. φρεν- της λ. φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].