μισθάργος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger

Menander, Monostichoi, 443
(25)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μισθάργος]] και μισθαργός και μισταργός και μισθεργός, ὁ (Μ)<br /><b>1.</b> [[μισθωτός]] [[υπηρέτης]]<br /><b>2.</b> <b>υβριστ.</b> [[μισθοφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>μισθεργός</i> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <i>απ</i>-<i>εργός</i> <b>[[πρβλ]].</b> <i>κωλυσι</i>-<i>εργός</i>. Οι τ. <i>μισθαργός</i>, [[μισθάργος]], <i>μισταργός</i> [[είναι]] ιδιωματικοί και πιθ. εσφαλμένοι].
|mltxt=[[μισθάργος]] και μισθαργός και μισταργός και μισθεργός, ὁ (Μ)<br /><b>1.</b> [[μισθωτός]] [[υπηρέτης]]<br /><b>2.</b> <b>υβριστ.</b> [[μισθοφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>μισθεργός</i> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <i>απ</i>-<i>εργός</i> [[πρβλ]]. <i>κωλυσι</i>-<i>εργός</i>. Οι τ. <i>μισθαργός</i>, [[μισθάργος]], <i>μισταργός</i> [[είναι]] ιδιωματικοί και πιθ. εσφαλμένοι].
}}
}}

Latest revision as of 15:19, 23 August 2021

Greek Monolingual

μισθάργος και μισθαργός και μισταργός και μισθεργός, ὁ (Μ)
1. μισθωτός υπηρέτης
2. υβριστ. μισθοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μισθεργός < μισθός + -εργός (< ἔργον), απ-εργός πρβλ. κωλυσι-εργός. Οι τ. μισθαργός, μισθάργος, μισταργός είναι ιδιωματικοί και πιθ. εσφαλμένοι].