μοναχού: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
(25)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=μοναχοῡ (Α)<br /><b>επίρρ.</b> σε έναν μόνον [[τόπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόνος]], επίρρ. σχηματισμένο με εκφραστικό δασύ [[σύμφωνο]] -<i>χ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[αλλαχού]])].
|mltxt=μοναχοῡ (Α)<br /><b>επίρρ.</b> σε έναν μόνον [[τόπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόνος]], επίρρ. σχηματισμένο με εκφραστικό δασύ [[σύμφωνο]] -<i>χ</i>- ([[πρβλ]]. [[αλλαχού]])].
}}
}}

Revision as of 15:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

μοναχοῡ (Α)
επίρρ. σε έναν μόνον τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόνος, επίρρ. σχηματισμένο με εκφραστικό δασύ σύμφωνο -χ- (πρβλ. αλλαχού)].