χρυσίτιδα: Difference between revisions
From LSJ
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
(47b) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / χρυσῑτις, -ίτιδος, ΝΑ<br /><b>ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> γη που περιέχει μεταλλεύματα χρυσού, χρυσοφόρο [[κοίτασμα]]<br /><b>2.</b> λυδία [[λίθος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> α) αυτή που περιέχει χρυσό («χρυσῑτιν ἄμμον», <b>Στράβ.</b>)<br />β) όμοια με χρυσό<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> α) το [[φυτό]] [[χρυσοκόμη]]<br />β) το [[φυτό]] αείζωο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρυσός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ῖτις</i> ( | |mltxt=η / χρυσῑτις, -ίτιδος, ΝΑ<br /><b>ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> γη που περιέχει μεταλλεύματα χρυσού, χρυσοφόρο [[κοίτασμα]]<br /><b>2.</b> λυδία [[λίθος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> α) αυτή που περιέχει χρυσό («χρυσῑτιν ἄμμον», <b>Στράβ.</b>)<br />β) όμοια με χρυσό<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> α) το [[φυτό]] [[χρυσοκόμη]]<br />β) το [[φυτό]] αείζωο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρυσός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ῖτις</i> ([[πρβλ]]. <i>λυχν</i>-<i>ῖτις</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:30, 23 August 2021
Greek Monolingual
η / χρυσῑτις, -ίτιδος, ΝΑ
ως ουσ.
1. γη που περιέχει μεταλλεύματα χρυσού, χρυσοφόρο κοίτασμα
2. λυδία λίθος
αρχ.
1. ως επίθ. α) αυτή που περιέχει χρυσό («χρυσῑτιν ἄμμον», Στράβ.)
β) όμοια με χρυσό
2. ως ουσ. α) το φυτό χρυσοκόμη
β) το φυτό αείζωο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + επίθημα -ῖτις (πρβλ. λυχν-ῖτις)].