χρυσώνης: Difference between revisions

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />[[τίτλος]] αξιωματούχου τών οικονομικών υπηρεσιών στην Αίγυπτο<br /><b>μσν.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που καμαρώνει για το [[χρυσάφι]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὠνοῦμαι</i> «[[αγοράζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>τελ</i>-<i>ώνης</i>].
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />[[τίτλος]] αξιωματούχου τών οικονομικών υπηρεσιών στην Αίγυπτο<br /><b>μσν.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που καμαρώνει για το [[χρυσάφι]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὠνοῦμαι</i> «[[αγοράζω]]»), [[πρβλ]]. <i>τελ</i>-<i>ώνης</i>].
}}
}}

Revision as of 15:30, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσώνης Medium diacritics: χρυσώνης Low diacritics: χρυσώνης Capitals: ΧΡΥΣΩΝΗΣ
Transliteration A: chrysṓnēs Transliteration B: chrysōnēs Transliteration C: chrysonis Beta Code: xrusw/nhs

English (LSJ)

ου, ὁ, A financial officer in Egypt, PBremen 83 iii4(iv A. D.), PLips.62i2, al. (iv A. D.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

χρυσώνης: (;) ἐλέγετο ὃς ἐπὶ χρυσῷ ἐβρενθύετο, Σωφρ. Ἱεροσ. ἐν Spicil. Bom. τ. ΙΙΙ σ. 211.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
τίτλος αξιωματούχου τών οικονομικών υπηρεσιών στην Αίγυπτο
μσν.
ως επίθ. αυτός που καμαρώνει για το χρυσάφι του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. τελ-ώνης].