χωρατατζής: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. χωρατατζού, Ν<br />[[άτομο]] που έχει την [[ικανότητα]] ή που συνηθίζει να λέει [[χωρατά]], να κάνει αστεϊσμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χωρατά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τζής</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καφε</i>-<i>τζής</i>, <i>πλακα</i>-<i>τζής</i>)].
|mltxt=ο, θηλ. χωρατατζού, Ν<br />[[άτομο]] που έχει την [[ικανότητα]] ή που συνηθίζει να λέει [[χωρατά]], να κάνει αστεϊσμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χωρατά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τζής</i> ([[πρβλ]]. <i>καφε</i>-<i>τζής</i>, <i>πλακα</i>-<i>τζής</i>)].
}}
}}

Revision as of 15:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο, θηλ. χωρατατζού, Ν
άτομο που έχει την ικανότητα ή που συνηθίζει να λέει χωρατά, να κάνει αστεϊσμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χωρατά + κατάλ. -τζής (πρβλ. καφε-τζής, πλακα-τζής)].