ωμοίδης: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Μ<br />αυτός που έχει ογκώδεις ή ψηλούς ώμους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὦμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οίδης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οἰδέω]] «πρήζομαι», <b>[[πρβλ]].</b> <i>ἰσχι</i>-<i>οίδης</i>].
|mltxt=ὁ, Μ<br />αυτός που έχει ογκώδεις ή ψηλούς ώμους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὦμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οίδης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οἰδέω]] «πρήζομαι», [[πρβλ]]. <i>ἰσχι</i>-<i>οίδης</i>].
}}
}}

Revision as of 15:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

ὁ, Μ
αυτός που έχει ογκώδεις ή ψηλούς ώμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + -οίδης (< οἰδέω «πρήζομαι», πρβλ. ἰσχι-οίδης].