ἀκρία: Difference between revisions
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
m (Text replacement - "epith." to "epithet") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἀκρία]])<br />το [[ακρί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως επίθ. της Αθηνάς) αυτή που βρίσκεται στην Ακρόπολη<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>ἀκρίαι</i><br />οι βουνοκορφές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. θηλ. από το επίθ. [[ἄκριος]] <span style="color: red;"><</span> [[ἄκρος]] ( | |mltxt=η (Α [[ἀκρία]])<br />το [[ακρί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως επίθ. της Αθηνάς) αυτή που βρίσκεται στην Ακρόπολη<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>ἀκρίαι</i><br />οι βουνοκορφές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. θηλ. από το επίθ. [[ἄκριος]] <span style="color: red;"><</span> [[ἄκρος]] ([[πρβλ]]. και <i>ἀκραῖος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκρος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:50, 23 August 2021
English (LSJ)
ἡ, A goddess of the citadel, epithet of Athena, Hsch. ἀκρίαι· τὰ ἄκρα τῶν ὀρῶν, Id.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρία: ἡ, ἴδε ἐν λ. ἀκραῖος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
de la acrópolisepít. de diversas diosas que recibían culto en acrópolis, de Hera en Corcira IG 92.862 (I a.C.), de Atenea, Hera, Ártemis y Afrodita en Argos, Hsch.
Greek Monolingual
(I)
η
βλ. άκρη.
(II)
ἄκρια, τα (Α)
παράληλος τ. της λ. άκρα, τα
«ἄκρια ῥινός».
Greek Monolingual
η (Α ἀκρία)
το ακρί
αρχ.
1. (ως επίθ. της Αθηνάς) αυτή που βρίσκεται στην Ακρόπολη
2. στον πληθ. ἀκρίαι
οι βουνοκορφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. θηλ. από το επίθ. ἄκριος < ἄκρος (πρβλ. και ἀκραῖος < ἄκρος.