ψηττάριον: Difference between revisions

From LSJ

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ψηττάδιον]], τὸ, Α<br />υποκορ. τ. του [[ψῆττα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψῆττα]] «[[είδος]] ψαριού» <span style="color: red;">+</span> υποκορ, κατάλ. -<i>άριον</i> / -<i>άδιον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>παιδ</i>-<i>άριον</i>)].
|mltxt=και [[ψηττάδιον]], τὸ, Α<br />υποκορ. τ. του [[ψῆττα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψῆττα]] «[[είδος]] ψαριού» <span style="color: red;">+</span> υποκορ, κατάλ. -<i>άριον</i> / -<i>άδιον</i> ([[πρβλ]]. <i>παιδ</i>-<i>άριον</i>)].
}}
}}

Revision as of 15:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψηττάριον Medium diacritics: ψηττάριον Low diacritics: ψηττάριον Capitals: ΨΗΤΤΑΡΙΟΝ
Transliteration A: psēttárion Transliteration B: psēttarion Transliteration C: psittarion Beta Code: yhtta/rion

English (LSJ)

[ᾰ], τό, Dim. of ψῆττα, Anaxandr.27 (anap., ψιτταδίοις cod.A.Ath., corr. Lobeck).

Greek (Liddell-Scott)

ψηττάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ ψῆττα, Ἀναξανδρίδης ἐν «Λυκούργῳ» 1· οὐχὶ (ὡς συνήθως φέρεται) ψηττάδιον, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 74, Meineke εἰς Μένανδρ. 181 (Ψευδηρ. 1).

Greek Monolingual

και ψηττάδιον, τὸ, Α
υποκορ. τ. του ψῆττα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆττα «είδος ψαριού» + υποκορ, κατάλ. -άριον / -άδιον (πρβλ. παιδ-άριον)].