ψηττάριον
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dim. of ψῆττα, Anaxandr.27 (anap., ψιτταδίοις cod.A.Ath., corr. Lobeck).
Greek (Liddell-Scott)
ψηττάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ ψῆττα, Ἀναξανδρίδης ἐν «Λυκούργῳ» 1· οὐχὶ (ὡς συνήθως φέρεται) ψηττάδιον, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 74, Meineke εἰς Μένανδρ. 181 (Ψευδηρ. 1).
Greek Monolingual
και ψηττάδιον, τὸ, Α
υποκορ. τ. του ψῆττα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆττα «είδος ψαριού» + υποκορ, κατάλ. -άριον / -άδιον (πρβλ. παιδάριον)].