ψάλσιμο: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[ψάλλω]], το να ψάλλει [[κανείς]] θρησκευτικούς ύμνους<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> ο [[τρόπος]] εκτέλεσης αυτών τών ύμνων («το [[ψάλσιμο]] του παπά»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[συνεχής]] και επίμονη [[μεμψιμοιρία]], [[κλάψα]]<br />β) δριμεία [[επίπληξη]], αυστηρή [[παρατήρηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψάλλω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σιμο</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>φέρ</i>-<i>σιμο</i>)].
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[ψάλλω]], το να ψάλλει [[κανείς]] θρησκευτικούς ύμνους<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> ο [[τρόπος]] εκτέλεσης αυτών τών ύμνων («το [[ψάλσιμο]] του παπά»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[συνεχής]] και επίμονη [[μεμψιμοιρία]], [[κλάψα]]<br />β) δριμεία [[επίπληξη]], αυστηρή [[παρατήρηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψάλλω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σιμο</i> ([[πρβλ]]. <i>φέρ</i>-<i>σιμο</i>)].
}}
}}

Revision as of 15:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

το, Ν
1. η ενέργεια του ψάλλω, το να ψάλλει κανείς θρησκευτικούς ύμνους
2. συνεκδ. ο τρόπος εκτέλεσης αυτών τών ύμνων («το ψάλσιμο του παπά»)
3. μτφ. α) συνεχής και επίμονη μεμψιμοιρία, κλάψα
β) δριμεία επίπληξη, αυστηρή παρατήρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάλλω + κατάλ. -σιμο (πρβλ. φέρ-σιμο)].