ἰαμβόκροτος: Difference between revisions

From LSJ

ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in laboreven Zeus was afraid — but gave birth to a mouse

Source
(17)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰαμβόκροτος]], -ον (Α)<br />αυτός που ηχεί σαν [[ίαμβος]] («ἰαμβόκροτοι λόγοι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ίαμβος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κροτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρότος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιππό</i>-<i>κροτος</i>, <i>κωδωνό</i>-<i>κροτος</i>].
|mltxt=[[ἰαμβόκροτος]], -ον (Α)<br />αυτός που ηχεί σαν [[ίαμβος]] («ἰαμβόκροτοι λόγοι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ίαμβος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κροτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρότος]]), [[πρβλ]]. <i>ιππό</i>-<i>κροτος</i>, <i>κωδωνό</i>-<i>κροτος</i>].
}}
}}

Revision as of 16:08, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1233] wie Jamben tönend, λόγοι, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰαμβόκροτος: -ον, ὁ ἐν ἰαμβικῷ ῥυθμῷ κροτῶν, ἰαμβόκροτοι λόγοι Ρήτορες (Walz) 1. 443· ἦχος τοῦ λόγου αὐτόθι 5. 450.

Greek Monolingual

ἰαμβόκροτος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί σαν ίαμβος («ἰαμβόκροτοι λόγοι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + -κροτος (< κρότος), πρβλ. ιππό-κροτος, κωδωνό-κροτος].