ἰθύτομος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(17)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰθύτομος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει τμηθεί σε [[ευθεία]] [[γραμμή]], ο [[ευθύς]] («[[ἰθύτομος]] [[οἶμος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύς]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρτί</i>-<i>τομος</i>, <i>υλό</i>-<i>τομος</i>].
|mltxt=[[ἰθύτομος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει τμηθεί σε [[ευθεία]] [[γραμμή]], ο [[ευθύς]] («[[ἰθύτομος]] [[οἶμος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύς]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]]), [[πρβλ]]. <i>αρτί</i>-<i>τομος</i>, <i>υλό</i>-<i>τομος</i>].
}}
}}

Revision as of 16:10, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1246] dasselbe, οἶμος Dion. Areop.

Greek (Liddell-Scott)

ἰθύτομος: -ον, (τέμνω) κατ’ εὐθεῖαν τετμημένος, δηλ. εὐθύς, οἶμος Διον. Ἀρ.

Greek Monolingual

ἰθύτομος, -ον (Α)
αυτός που έχει τμηθεί σε ευθεία γραμμή, ο ευθύςἰθύτομος οἶμος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -τομος (< τόμος), πρβλ. αρτί-τομος, υλό-τομος].