ἰσόδρομος: Difference between revisions

From LSJ

ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσόδρομος]], -ον, θηλ. και ισοδρόμη (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τρέχει ίσα, που συμβαδίζει με άλλον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἰσόδρομον [[μῆκος]]» — [[δρόμος]] του ίδιου μήκους<br />β) «ή ισοδρόμη Μήτηρ» — η Κυβέλη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δρομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[ιερό]]-<i>δρομος</i>, <i>νεό</i>-<i>δρομος</i>].
|mltxt=[[ἰσόδρομος]], -ον, θηλ. και ισοδρόμη (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τρέχει ίσα, που συμβαδίζει με άλλον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἰσόδρομον [[μῆκος]]» — [[δρόμος]] του ίδιου μήκους<br />β) «ή ισοδρόμη Μήτηρ» — η Κυβέλη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δρομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), [[πρβλ]]. [[ιερό]]-<i>δρομος</i>, <i>νεό</i>-<i>δρομος</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἰσόδρομος:''' и 3<br /><b class="num">1)</b> бегущий наравне, не отстающий в беге (τινι Plat.; τινος Arst.);<br /><b class="num">2)</b> равный по пробегаемому расстоянию: ἰσόδρομον [[μῆκος]] Anth. бег на одинаковое расстояние.
|elrutext='''ἰσόδρομος:''' и 3<br /><b class="num">1)</b> бегущий наравне, не отстающий в беге (τινι Plat.; τινος Arst.);<br /><b class="num">2)</b> равный по пробегаемому расстоянию: ἰσόδρομον [[μῆκος]] Anth. бег на одинаковое расстояние.
}}
}}

Revision as of 16:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόδρομος Medium diacritics: ἰσόδρομος Low diacritics: ισόδρομος Capitals: ΙΣΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: isódromos Transliteration B: isodromos Transliteration C: isodromos Beta Code: i)so/dromos

English (LSJ)

ον, A keeping pace with, τινι Pl.Ti.38d, Ti.Locr.96e, Ph.1.469; τινος Arist.Mu.399a8: abs., ἰ. μῆκος a course of equal length, AP7.212 (Mnasalc.). II ἡ ἰσοδρόμη Μήτηρ, i.e. Cybele, Str.9.5.19.

German (Pape)

[Seite 1264] gleichlaufend; Plat. Tim. 38 d; Arist. de mund. 6; Dion. Per. 120.

Greek Monolingual

ἰσόδρομος, -ον, θηλ. και ισοδρόμη (Α)
1. αυτός που τρέχει ίσα, που συμβαδίζει με άλλον
2. φρ. α) «ἰσόδρομον μῆκος» — δρόμος του ίδιου μήκους
β) «ή ισοδρόμη Μήτηρ» — η Κυβέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -δρομος (< δρόμος), πρβλ. ιερό-δρομος, νεό-δρομος].

Russian (Dvoretsky)

ἰσόδρομος: и 3
1) бегущий наравне, не отстающий в беге (τινι Plat.; τινος Arst.);
2) равный по пробегаемому расстоянию: ἰσόδρομον μῆκος Anth. бег на одинаковое расстояние.