ἰσόβιος: Difference between revisions
From LSJ
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἰσόβιος]], -ον)<br />αυτός που διαρκεί σε όλη τη ζωή («ισόβια [[δεσμά]]» — [[ποινή]] [[κατά]] την οποία ο καταδικασμένος μένει στη [[φυλακή]] για όλη του τη ζωή). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισοβίως</i> και <i>ισόβια</i><br />εφ' όρου ζωής, καθ' όλη τη [[διάρκεια]] του βίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), | |mltxt=-α, -ο (Α [[ἰσόβιος]], -ον)<br />αυτός που διαρκεί σε όλη τη ζωή («ισόβια [[δεσμά]]» — [[ποινή]] [[κατά]] την οποία ο καταδικασμένος μένει στη [[φυλακή]] για όλη του τη ζωή). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισοβίως</i> και <i>ισόβια</i><br />εφ' όρου ζωής, καθ' όλη τη [[διάρκεια]] του βίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), [[πρβλ]]. <i>αργυρό</i>-<i>βιος</i>, <i>ηδύ</i>-<i>βιος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:15, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A holding office for life, γραμματεύς IGRom.4.1675 (Belevi).
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἰσόβιος, -ον)
αυτός που διαρκεί σε όλη τη ζωή («ισόβια δεσμά» — ποινή κατά την οποία ο καταδικασμένος μένει στη φυλακή για όλη του τη ζωή).
επίρρ...
ισοβίως και ισόβια
εφ' όρου ζωής, καθ' όλη τη διάρκεια του βίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -βιος (< βίος), πρβλ. αργυρό-βιος, ηδύ-βιος].