ηδύφωνος: Difference between revisions

From LSJ

παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτοspare me this | let this cup pass from me

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\...)
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡδύφωνος]], δωρ. τ. ἁδύφωνος, αιολ. τ. ἀδύφωνος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει γλυκιά [[φωνή]], [[γλυκύφωνος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἡδυφώνως</i> (Μ)<br />με γλυκιά [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. <i>βαρβαρό</i>-<i>φωνος</i>, <i>λιγό</i>-<i>φωνος</i>, <i>ομό</i>-<i>φωνος</i> κ.ά.].
|mltxt=[[ἡδύφωνος]], δωρ. τ. ἁδύφωνος, αιολ. τ. ἀδύφωνος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει γλυκιά [[φωνή]], [[γλυκύφωνος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἡδυφώνως</i> (Μ)<br />με γλυκιά [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. [[βαρβαρόφωνος]], [[λιγόφωνος]], [[ομόφωνος]] κ.ά.].
}}
}}

Latest revision as of 17:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡδύφωνος, δωρ. τ. ἁδύφωνος, αιολ. τ. ἀδύφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκύφωνος.
επίρρ...
ἡδυφώνως (Μ)
με γλυκιά φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαρβαρόφωνος, λιγόφωνος, ομόφωνος κ.ά.].