θνησείδιον: Difference between revisions

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\...)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θνησείδιον]], τὸ (Α)<br />(για ζώο) νεκρό [[σώμα]], [[πτώμα]] ζώου, [[ψοφίμι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>θνη</i>- του [[θνῄσκω]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>είδιον</i> ([[πρβλ]]. <i>αμφορ</i>-<i>είδιον</i>, <i>βασιλ</i>-<i>είδιον</i>, <i>γραφ</i>-<i>είδιον</i>)].
|mltxt=[[θνησείδιον]], τὸ (Α)<br />(για ζώο) νεκρό [[σώμα]], [[πτώμα]] ζώου, [[ψοφίμι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>θνη</i>- του [[θνῄσκω]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>είδιον</i> ([[πρβλ]]. [[αμφορείδιον]], [[βασιλείδιον]], [[γραφείδιον]])].
}}
}}

Revision as of 17:30, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θνησείδιον Medium diacritics: θνησείδιον Low diacritics: θνησείδιον Capitals: ΘΝΗΣΕΙΔΙΟΝ
Transliteration A: thnēseídion Transliteration B: thnēseidion Transliteration C: thniseidion Beta Code: qnhsei/dion

English (LSJ)

τό, A carcase of an animal, ἐσθίειν κενέβρειόν τε καὶ θ. Ael. NA6.2 (θν. preferred to κ. by Phryn.PS p.75 B.); ἐσθῆτα ἀπὸ θνησειδίων φορεῖν Philostr.VA8.7.4; ἅψασθαι θνησειδίων Porph.Abst.4.16, cf. D.L.8.33:—Aeol. θνᾱσίδιον Schwyzer633.14 (Eresus, ii/i B.C.).

German (Pape)

[Seite 1212] τό, das Aas, von B. A. 43 dem κενέβριον vorgezogen, während Hdn. richtig κενέβριον für älter u. besser erklärt; Ael. H. A. 6, 1 u. Sp.; auch von verrecktem Thiere Gemachtes.

Greek Monolingual

θνησείδιον, τὸ (Α)
(για ζώο) νεκρό σώμα, πτώμα ζώου, ψοφίμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θνη- του θνῄσκω + υποκορ. κατάλ. -είδιον (πρβλ. αμφορείδιον, βασιλείδιον, γραφείδιον)].