επίλυπος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίλυπος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[μελαγχολικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί [[λύπη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>λυπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λύπη]]), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει ([[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>λυπος</i>, <i>παυσί</i>-<i>λυπος</i>)].
|mltxt=[[ἐπίλυπος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[μελαγχολικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί [[λύπη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>λυπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λύπη]]), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει ([[πρβλ]]. [[άλυπος]], [[παυσίλυπος]])].
}}
}}

Latest revision as of 17:34, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἐπίλυπος, -ον (Α)
1. μελαγχολικός
2. αυτός που προκαλεί λύπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -λυπος (< λύπη), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. άλυπος, παυσίλυπος)].