επίλυπος

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

Greek Monolingual

ἐπίλυπος, -ον (Α)
1. μελαγχολικός
2. αυτός που προκαλεί λύπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -λυπος (< λύπη), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. άλυπος, παυσίλυπος)].