ευαπόδεικτος: Difference between revisions

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐαπόδεικτος]], -ον)<br />αυτός που αποδεικνύεται εύκολα, που ελέγχεται εύκολα, [[απτός]], [[χειροπιαστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>απο</i>-[[δεικτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>-[[δεικνύω]]) [[πρβλ]]. <i>δυσ</i>-<i>απόδεικτος</i>, <i>αν</i>-<i>από</i>-<i>δεικτος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐαπόδεικτος]], -ον)<br />αυτός που αποδεικνύεται εύκολα, που ελέγχεται εύκολα, [[απτός]], [[χειροπιαστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>απο</i>-[[δεικτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>-[[δεικνύω]]) [[πρβλ]]. [[δυσαπόδεικτος]], [[αναπό]]-<i>δεικτος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 17:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐαπόδεικτος, -ον)
αυτός που αποδεικνύεται εύκολα, που ελέγχεται εύκολα, απτός, χειροπιαστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο-δεικτός (< απο-δεικνύω) πρβλ. δυσαπόδεικτος, αναπό-δεικτος].