ηδύοσμος: Difference between revisions
From LSJ
Ζήτει συναγαγεῖν ἐκ δικαίων τὸν βίον → Vitam ex honestis tibi para negotiis → Erwirb dir nur gerechten Lebensunterhalt
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἡδύοσμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει γλυκιά, ευχάριστη [[οσμή]], ο [[εύοσμος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. ή το αρσ. ως ουσ.) τὸ <i>ἡδύοσμον ἡὁ [[ἡδύοσμος]]<br />το [[φυτό]] [[μίνθη]], κν. [[δυόσμος]] («εἰς κηπαίαν μίνθην μεταβαλεῖν, ἥν τινες ἡδύοσμον | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἡδύοσμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει γλυκιά, ευχάριστη [[οσμή]], ο [[εύοσμος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. ή το αρσ. ως ουσ.) τὸ <i>ἡδύοσμον ἡὁ [[ἡδύοσμος]]<br />το [[φυτό]] [[μίνθη]], κν. [[δυόσμος]] («εἰς κηπαίαν μίνθην μεταβαλεῖν, ἥν τινες ἡδύοσμον καλοῦσι», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>οσμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[οσμή]] ([[πρβλ]]. [[δύσοσμος]], [[εύοσμος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:45, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἡδύοσμος, -ον)
1. αυτός που έχει γλυκιά, ευχάριστη οσμή, ο εύοσμος
2. (το ουδ. ή το αρσ. ως ουσ.) τὸ ἡδύοσμον ἡὁ ἡδύοσμος
το φυτό μίνθη, κν. δυόσμος («εἰς κηπαίαν μίνθην μεταβαλεῖν, ἥν τινες ἡδύοσμον καλοῦσι», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -οσμος < οσμή (πρβλ. δύσοσμος, εύοσμος)].