Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ηδύοσμος

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἡδύοσμος, -ον)
1. αυτός που έχει γλυκιά, ευχάριστη οσμή, ο εύοσμος
2. (το ουδ. ή το αρσ. ως ουσ.) τὸ ἡδύοσμον ἡὁ ἡδύοσμος
το φυτό μίνθη, κν. δυόσμος («εἰς κηπαίαν μίνθην μεταβαλεῖν, ἥν τινες ἡδύοσμον καλοῦσι», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -οσμος < οσμή (πρβλ. δύσοσμος, εύοσμος)].