θαλαμοειδής: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] θαλάμου («θαλαμοειδείς τάφοι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θάλαμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]]), [[πρβλ]]. <i>αψιδο</i>-<i>ειδής</i>, <i>σπηλαιο</i>-<i>ειδής</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Δημ. Γουζέλη].
|mltxt=-ές<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] θαλάμου («θαλαμοειδείς τάφοι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θάλαμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]]), [[πρβλ]]. [[αψιδοειδής]], [[σπηλαιοειδής]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Δημ. Γουζέλη].
}}
}}

Latest revision as of 17:48, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές
αυτός που έχει σχήμα θαλάμου («θαλαμοειδείς τάφοι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + -ειδής (< είδος), πρβλ. αψιδοειδής, σπηλαιοειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Δημ. Γουζέλη].